στασις

στασις
    στάσις
    -εως (ᾰ) ἥ
    1) расстановка, устанавливание
    

(τῶν δικτύων Xen.; τῶν κλιμάκων Polyb.)

    2) стояние на месте, неподвижность, покой
    

(κίνησις καὴ σ. Arst.)

    σ. μελῶν Arph. = τὸ στάσιμον 1

    3) остановка
    

στάσιν λαμβάνειν Polyb. — останавливаться

    4) место стояния, стоянка
    

ἔχειν στάσιν Her. — занимать позицию;

    τῆς στάσεως παρασύρειν τὰς δρῦς Arph. — срывать дубы с места

    5) стойло
    

σ. ἵππων Eur. — конюшня

    6) осанка, вид, внешность
    

(ἥ Ἰνοῦς σ. Eur.)

    ἐν τῇ καλλίονι στάσει ὤν Plat. — более красивый с виду

    7) положение, состояние
    

σ. τῶν ὡρέων Her. — порядок времен года;

    ἥ σ. τῆς μεσαμβρίης Her. — юг;
    μειρακιώδης σ. Polyb. — юность, юношеский характер

    8) точка зрения, (философское) направление
    

(ἥ Καρνεάδου σ. Plut.)

    9) политическая группировка, партия Her., Thuc.
    10) восстание, мятеж, раздор
    

(πόλεμοι καὴ στάσεις Plut.; τὰς στάσεις ποιεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους Isocr.; στάσει νοσοῦσα πόλις Eur.)

    σ. γλώσσης Soph. — пререкания, спор

    11) несогласие, расхождение
    

(τῇ γνώμῃ Thuc.)

    οὐκ ἔνι (= ἔνεστι) σ. Aesch. — разногласия нет

    12) бушевание
    

(ἀνέμου Polyb.)

    σ. ἀντίπνους Aesch. — встречный ветер;
    ἐτησίων στάσιν ἐχόντων Polyb. — когда непрерывно дуют этесийские ветры

    13) толпа, народ
    

(σ. ἀκόρετος Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Полезное


Смотреть что такое "στασις" в других словарях:

  • στάσις — στάσῑς , στάσις placing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) στάσις placing fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάσις — εως, ἡ, ΜΑ βλ. στάση …   Dictionary of Greek

  • στάσι — στάσις placing fem voc sg στάσῑ , στάσις placing fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάσεσι — στάσις placing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάσεσιν — στάσις placing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάσιας — στάσις placing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάσιες — στάσις placing fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάσιν — στάσις placing fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάσιος — στάσις placing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία …   Dictionary of Greek

  • ιππόστασις — ἱππόστασις, ἡ (Α) 1. ιπποστάσιο* 2. φρ. α) «Ἀελίου κνεφαία ίππόστασις» ο σκοτεινός στάβλος τού Ηλίου, δηλαδή η δύση, Ευρ. β) «Ἕω φαεννὰς Ἡλίου θ ἱπποστάσεις» ο φωτεινός στάβλος τών αλόγων τού Ηλίου, δηλαδή η ανατολή, (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»